-
1 холодеть
-ю, -еешьρ.δ.1. κρυώνω, ψυχραίνω, γίνομαι πιο κρύος•водэ. -ет το νερό κρυώνει.
2. μου περνά κρύο, ρίγος (από δυνατό αίσθημα)•он -л читая описание казни αυτού του περνούσε ρίγος όταν διάβαζε την περιγραφή της εκτέλεσης.
|| κρυώνω, παγώνω•холодеть руки и ноги у меня -еют τα χέρια και τα πόδια-μου παγώνουν.
εκφρ.кровь -еет(в жилах) – παγώνει το αίμα στις φλέβες (από φρίκη, φόβο κ.τ.τ.).